- δίπτερα
- (diptera). Τάξη εντόμων, που περιλαμβάνει περίπου 100.000 είδη, διαδεδομένα σε ολόκληρη τη Γη. Τα δ. έχουν, στο μεγαλύτερο ποσοστό, μέτριο μέγεθος και γενικά διαθέτουν ένα ζεύγος μεμβρανωδών πτερύγων. Το πίσω ζεύγος έχει μεταπλαστεί σε αισθητήρια όργανα, τους καλούμενους αλτήρες, ενώ ορισμένα βλαβερά είδη ή παράσιτα έχουν χάσει το μπροστινό ζεύγος. Το κεφάλι είναι στρογγυλωπό και φέρει κεραίες ποικίλου μήκους και σχήματος, μεγάλους σύνθετους οφθαλμούς και, ορισμένες φορές, δύο ή τρία στίγματα. Τα στοματικά εξαρτήματα είναι μυζητικού-λειχητικού ή μυζητικού-νύσσοντος τύπου. Το κεφάλι είναι ενωμένο με έναν μίσχο με τον θώρακα, ο οποίος φέρει τρία ζεύγη ποδιών. Πολλά δ. είναι ωοτόκα, μερικά ωοζωοτόκα και άλλα ζωοτόκα. Τα δ. είναι ολομετάβολα έντομα, δηλαδή η μεταμόρφωσή τους είναι πλήρης.
Οι προνύμφες των δ. είναι υδρόβιες ή χερσόβιες, χωρίς πόδια, με κεφάλι ποικιλότροπα διαφοροποιημένο. Διαθέτουν θρεπτικό σύστημα και έτσι μπορούν να ζουν σε διάφορα περιβάλλοντα: ορισμένα ζουν σε φυτικές ή ζωικές, νεκρές, διατηρημένες ή σάπιες οργανικές ουσίες (χαλασμένο κρέας, σάπιο ξύλο) ή στα απορρίμματα· άλλα συναντώνται στα στάσιμα ή τρεχούμενα, γλυκά ή αλμυρά, κρύα ή θερμά νερά (έως 50°C) ή σε νερά αναμεμειγμένα με υδρογονάθρακες, με οξέα ή με ρητίνες. Αρκετές προνύμφες προτιμούν τα αβγά και τις προνύμφες ασπόνδυλων ζώων ή παρασιτούν εντός ή εκτός σπονδυλοζώων και ασπόνδυλων. Η νύμφη πολλών δ. παραμένει τυλιγμένη σε ένα βομβύκιο (κουκούλι) που κατασκευάζεται από την προνύμφη.
Μερικά δ. είναι χρήσιμα γιατί βοηθούν στη γονιμοποίηση των ανθών ή επειδή είναι παράσιτα των βλαβερών εντόμων (π.χ. οι προνύμφες των βομβυλιδών, στους οποίους ανήκει και ο κοινός βομβύλιος ή μπάμπουρας, τρέφονται με αβγά ακρίδων και παρασιτούν σε προνύμφες βλαβερών λεπιδοπτέρων και κολεοπτέρων). Πολλά έντομα, αντίθετα, είναι βλαβερά: μερικά άμεσα, επειδή οι προνύμφες τους τρέφονται με χρήσιμα φυτά (π.χ. ο δάκος της ελιάς, τα έντομα της κερασιάς, η τιπούλη του τριφυλλιού κλπ.), επειδή είναι παράσιτα του ανθρώπου και των οικόσιτων ζώων (π.χ. βοδιών και προβάτων), στα οποία προκαλούν διάφορες ασθένειες, ή επειδή στην ενήλικη κατάσταση απομυζούν το αίμα (π.χ. κουνούπια, σκνίπες, τάβανοι). Άλλα δ. είναι επιβλαβή έμμεσα, επειδή τσιμπώντας τον άνθρωπο και άλλα κατοικίδια ζώα μεταδίδουν τους σπόρους επικίνδυνων ασθενειών (όπως o ανωφελής κώνωπας μεταδίδει το πλασμώδιο της ελονοσίας και η μύγα τσε-τσε ένα σπορόζωο, το τρυπανόσωμα της νόσου του ύπνου).
Τα δ. διαιρούνται σε δύο υποτάξεις: νηματόκερα, με μακριές κεραίες, στοματικά εξαρτήματα νύσσοντος τύπου και ορισμένες φορές πολύ μακριά πόδια (π.χ. κουνούπια, τίτουλες, φυτοφάγες)· βραχύκερα, με κοντές κεραίες, μυζητικά στοματικά εξαρτήματα, με προβοσκίδα που δεν είναι διάτρητη (όπως στην κοινή μύγα) ή διάτρητη, άκαμπτη και δυνατή (όπως στους τάβανους, στους άσιλους και στην αλογόμυγα). Τα βραχύκερα έντομα, που περιλαμβάνουν τις μύγες και άλλα μικρότερα είδη, υποδιαιρούνται σε ορθόρραφα και κυκλόρραφα, ανάλογα με τον τρόπο με τον οποίο σχίζεται το βομβύκιο τη στιγμή που ανοίγει, δηλαδή με επιμήκη τομή σχήματος Τ ή με κυκλική τομή που αφήνει ένα κάλυμμα.
Η μελέτη των δ. έχει απασχολήσει ιδιαίτερα πολλούς εντομολόγους.
Τα δίπτερα αποτελούν μία τάξη εντόμων που περιλαμβάνει περίπου εκατό χιλιάδες είδη. To δίπτερο ζεύγος των πτερύγων τους έχει ατροφήσει ή έχει μεταπλαστεί σε αλτήρες. Τα στοματικά εξαρτήματα είναι μετασχηματισμένα σε προβοσκίδα με την οποία απομυζούν. Στην τάξη των διπτέρων ανήκουν μύγες, τάβανοι, δροσόφιλες και τίπουλες.
* * *ταβλ. δίπτερος.
Dictionary of Greek. 2013.